Τι προσφέρουν οι βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία στα αμύγδαλα;

Tα αμύγδαλα αποτελούν το πιο πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά είδος ξηρών καρπών.
Μια μερίδα (περίπου 20 αμύγδαλα, όσα δηλαδή χωράνε σε 2 χούφτες) είναι εξαιρετική πηγή βιταμίνης Ε και μαγνησίου, καλή πηγή πρωτεΐνης και φυτικών ινών, προσφέρουν κάλιο, φώσφορο, σίδηρο, μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και αποδίδουν χαμηλά επίπεδα κορεσμένων λιπαρών και καθόλου χοληστερόλη. Είναι επίσης πολύ καλή πηγή ασβεστίου: ένα φλιτζάνι αμύγδαλα μας δίνει τόσο ασβέστιο όσο και ένα μικρό κομμάτι φέτα! 

Βιταμίνη Ε:

 Έχει σημαντική αντιοξειδωτική δράση προστατεύοντας τον οργανισμό μας από πολλές εκφυλιστικές ασθένειες.

Μαγνήσιο και κάλιο: 

Συμβάλλουν στη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Η κατανάλωση μικρής ποσότητας ανάλατων ξηρών καρπών μπορεί να επιδράσει θετικά στην υπέρταση.

Πρωτεΐνη: 

Αποτελεί δομικό συστατικό των μυών, των τριχών και των νυχιών.

Φυτικές ίνες: 

Είναι σημαντικές για τη ρύθμιση της απορρόφησης λιπιδίων και γλυκόζης στο αίμα, όπως επίσης και την καλή λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος.

Ασβέστιο και φώσφορος: 

Συμβάλλουν στη δημιουργία υγιών και γερών οστών και στην πρόληψη της οστεοπόρωσης. Τα αμύγδαλα μπορούν να αποτελέσουν πηγή ασβεστίου σε περιόδους νηστείας όπου το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν καταναλώνονται.

Σίδηρος: 

Είναι αναγκαίος για την σύνθεση της αιμοσφαιρίνης (συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων). Τα αμύγδαλα περιέχουν σίδηρο με χαμηλή απορρόφηση. Όμως ο συνδυασμός των αμυγδάλων με τρόφιμα που περιέχουν βιταμίνη C (πχ ένα ποτήρι φυσικό χυμό πορτοκάλι) οδηγεί σε αύξηση της απορρόφησης ειδικά σε περιόδους νηστείας όπου τρόφιμα όπως το κρέας, το συκώτι (πλούσιες πηγές σιδήρου) δεν καταναλώνονται.

Μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα:

Είναι τα καλά λιπαρά που συμβάλλουν στη μείωση των λιπιδίων στο αίμα, αν αντικαταστήσουν τα κορεσμένα λιπαρά.